- πανάγυρις
- πᾰνᾱγῠρις1 assembly
Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96
οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον, Πανελλάνεσσι δ' ἐρίζομενοι δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων I. 4.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96
οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον, Πανελλάνεσσι δ' ἐρίζομενοι δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων I. 4.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πανάγυρις — πανάγυρις, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. πανήγυρις … Dictionary of Greek
πανάγυρις — πανά̱γυρις , πανήγυρις general fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παναγύριος — Παναγύριος, ὁ (Α) [πανάγυρις] ονομασία ενός μήνα στην Άμφισσα … Dictionary of Greek
πανήγυρη — η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ 1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι 2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού… … Dictionary of Greek